Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χασίσωμα — το, Ν [χασισώνω] το αποτέλεσμα τού χασισώνω ή τού χασισώνομαι, η παροχή ή η χρήση χασίς και η μέθη που οφείλεται σε αυτήν … Dictionary of Greek
μαστούρα — η [μαστούρης η κατάσταση τού μαστούρη, χασίσωμα … Dictionary of Greek